Μια Μαρουσιώτισσα μικρή, ναζιάρα, χαϊδεμένη,
με τα τρελά της πείσματα τη νιότη μου μαραίνει.
Δεν ξεύρω πώς με έμπλεξες, να σ’ αγαπώ, μικρή μου
και πάντοτε να σκέφτομαι, αχ, γλυκιά μελάχρινή μου.
Έλα, μικρή μου Μαρουσιώτισσα, με τ’ όμορφό σου σώμα,
για να μου πεις, πως μ’ αγαπάς κι εσύ, με το γλυκό σου στόμα.
Μικρή μου Μαρουσιώτισσα, με τα πολλά γινάτια,
έκαψες την καρδούλα μου, την έκανες κομμάτια.
Πως υποφέρω και πονώ, εσ’ είσαι η αιτία,
που μ’ άναψες κρυφή φωτιά, αχ, μ’ αυτή σου την κακία
|
Mia Marusiótissa mikrí, naziára, chaideméni,
me ta trelá tis pismata ti nióti mu mareni.
Den ksevro pós me éblekses, na s’ agapó, mikrí mu
ke pántote na skéftome, ach, glikiá meláchriní mu.
Έla, mikrí mu Marusiótissa, me t’ ómorfó su sóma,
gia na mu pis, pos m’ agapás ki esí, me to glikó su stóma.
Mikrí mu Marusiótissa, me ta pollá ginátia,
ékapses tin kardula mu, tin ékanes kommátia.
Pos ipoféro ke ponó, es’ ise i etía,
pu m’ ánapses krifí fotiá, ach, m’ aftí su tin kakía
|