Μέσ’ στους παγωμένους δρόμους
και την έρημη πλατεία
κάθε βράδυ στο σκοτάδι
τη σκιά σου συναντώ.
Σεργιανάμε σ’ άλλους κόσμους
και μου λες την ιστορία
για ένα χάδι και μι’ αγάπη
που `χαμε κάποιο καιρό.
Μοιάζεις σαν το παραμύθι
που δεν το `σβησε η συνήθεια
σαν μια όμορφη εικόνα
από κόσμο μαγικό.
Μοιάζεις σαν το παραμύθι
κι όμως ήσουν μια αλήθεια
μια υπέροχη αλήθεια
που ποτέ δεν τη ξεχνώ.
Όταν σβήνουνε τα φώτα
και κοιμάται η πολιτεία
στα παλιά κρυφά μας στέκια
έρχομαι και σε ζητώ
και θαρρώ πως σαν και πρώτα
ζω εκείνη τη μαγεία
και μέσα στα δυο μου χέρια
πως ακόμη σε κρατώ.
|
Més’ stus pagoménus drómus
ke tin érimi platia
káthe vrádi sto skotádi
ti skiá su sinantó.
Sergianáme s’ állus kósmus
ke mu les tin istoría
gia éna chádi ke mi’ agápi
pu `chame kápio keró.
Miázis san to paramíthi
pu den to `svise i siníthia
san mia ómorfi ikóna
apó kósmo magikó.
Miázis san to paramíthi
ki ómos ísun mia alíthia
mia ipérochi alíthia
pu poté den ti ksechnó.
Όtan svínune ta fóta
ke kimáte i politia
sta paliá krifá mas stékia
érchome ke se zitó
ke tharró pos san ke próta
zo ekini ti magia
ke mésa sta dio mu chéria
pos akómi se krató.
|