Τ’ ήρθα κι έπεσα στα χέρια τα δικά σου
και με βούλιαξε η τόση απονιά σου.
Είμ’ ένα πλοίο που γυρνά χωρίς πυξίδα,
ανάθεμα, ανάθεμα την ώρα που σε είδα.
Αποτσίγαρο στο δρόμο μ’ έχεις ρίξει
και το αίμα μου μου το `χεις πια ρουφήξει.
Πώς την έπαθα εγώ που `μαι ατσίδα,
ανάθεμα, ανάθεμα την ώρα που σε είδα.
Τι με πότησες και σκλάβο μ’ έχεις κάνει,
για τον πόνο μου δεν βρίσκεται βοτάνι.
Αφού με έκανες και ζω χωρίς ελπίδα,
ανάθεμα, ανάθεμα την ώρα που σε είδα.
|
T’ írtha ki épesa sta chéria ta diká su
ke me vuliakse i tósi aponiá su.
Im’ éna plio pu girná chorís piksída,
anáthema, anáthema tin óra pu se ida.
Apotsígaro sto drómo m’ échis ríksi
ke to ema mu mu to `chis pia rufíksi.
Pós tin épatha egó pu `me atsída,
anáthema, anáthema tin óra pu se ida.
Ti me pótises ke sklávo m’ échis káni,
gia ton póno mu den vrískete votáni.
Afu me ékanes ke zo chorís elpída,
anáthema, anáthema tin óra pu se ida.
|