Μάνα, με λένε φθισικό,
μου λεν’, πως δε θα ζήσω,
μες στης Πεντέλης τα βουνά,
θα πα’ να κατοικήσω.
Θα εύρω σπήλαιο βαθύ,
να ‘ναι πίσσα σκοτάδι,
να βρίσκουμαι, μανούλα μου,
από ζωής στον Άδη.
Κι εκεί, μανούλα μου γλυκιά,
θα κατοικώ μονάχος
κι ο σύντροφός μου θα ‘ναι αυτός,
ο αραχνιασμένος βράχος.
Εκεί, μανούλα μου γλυκιά,
εις το υγρό το χώμα,
εκεί, θα αφήσω κόκαλα,
ζωή, ψυχή και σώμα.
|
Mána, me léne fthisikó,
mu len’, pos de tha zíso,
mes stis Pentélis ta vuná,
tha pa’ na katikíso.
Tha evro spíleo vathí,
na ‘ne píssa skotádi,
na vrískume, manula mu,
apó zoís ston Άdi.
Ki eki, manula mu glikiá,
tha katikó monáchos
ki o síntrofós mu tha ‘ne aftós,
o arachniasménos vráchos.
Eki, manula mu glikiá,
is to igró to chóma,
eki, tha afíso kókala,
zoí, psichí ke sóma.
|