Ξεκίνησα τ’ απόγευμα,
λιγάκι πριν το λιόγερμα,
ένα παλιό φίλο να βρω,
να παρηγορηθώ.
Ζούσε στην κάτω γειτονιά,
στον Πειραιά στην Κοκκινιά,
σ’ ένα σπιτάκι χαμηλό,
πλασμένο από πηλό.
Για πόρτα είχε κουρελού
και μια γατούλα σουρλουλού,
τα πόδια του ήτανε γυμνά,
τα ρούχα του φτηνά.
Μόλις τον είδα ντράπηκα,
αληθινά ταράχτηκα
και βάλθηκα να τον ρωτώ,
πως έφτασε στο χάλι αυτό.
Βαγγέλη φίλε μου παλιέ,
βαρέθηκα τις ζαβολιές,
ο κόσμος είναι υποκριτής,
ψεύτης και χαμερπής.
Έχω μια γάτα καλλονή,
μια κουρελού περγαμηνή,
απαρτμέν από πηλό,
άσε τον κόσμο τον τρελό.
|
Ksekínisa t’ apógevma,
ligáki prin to liógerma,
éna palió fílo na vro,
na parigorithó.
Zuse stin káto gitoniá,
ston Pireá stin Kokkiniá,
s’ éna spitáki chamiló,
plasméno apó piló.
Gia pórta iche kurelu
ke mia gatula surlulu,
ta pódia tu ítane gimná,
ta rucha tu ftiná.
Mólis ton ida ntrápika,
alithiná taráchtika
ke válthika na ton rotó,
pos éftase sto cháli aftó.
Oangéli fíle mu palié,
varéthika tis zavoliés,
o kósmos ine ipokritís,
pseftis ke chamerpís.
Έcho mia gáta kalloní,
mia kurelu pergaminí,
apartmén apó piló,
áse ton kósmo ton treló.
|