Απ’ των Αγράφων τις κορφές
ως και τον Ψηλορείτη,
πετώ με τ’ ανυπόταχτο
του γερακιού πετρίτη.
Πίνω νερό απ’ ανέγγιχτο
ψηλού βουνού πηγάδι
κι όταν καλά εξαγνιστώ,
θα πέσω να καθρεφτιστώ
στης Στεφανιάδας τα νερά
και θα εφορμήσω πάλι.
Όλυμπο, Γκιώνα, Παρνασσό
σε κλέφτικα λημέρια,
τον ίσκιο μου θα κυνηγώ
κι απ’ του μπεκρή την οπτική,
θέλω να πιω γουλιά κρασί
στης Κρήτης τα νυχτέρια.
Μες στους Δελφούς ρίχνω φτερό
να παίζει το λαγούτο
κι αφού αποσπάσω το χρησμό,
σ’ Ανωγειανό θα πω βοσκό,
στ’ Άγιου Μάμα τη γιορτή,
το μυστικό ετούτο.
‘Οποιος μικρός αγκάλιασε
θύσανο συννεφάκι,
κρυφή πληγή θα κουβαλά,
ανυπόταχτο γεράκι.
|
Ap’ ton Agráfon tis korfés
os ke ton Psiloriti,
petó me t’ anipótachto
tu gerakiu petríti.
Píno neró ap’ anéngichto
psilu vunu pigádi
ki ótan kalá eksagnistó,
tha péso na kathreftistó
stis Stefaniádas ta nerá
ke tha eformíso páli.
Όlibo, Gkióna, Parnassó
se kléftika liméria,
ton ískio mu tha kinigó
ki ap’ tu bekrí tin optikí,
thélo na pio guliá krasí
stis Krítis ta nichtéria.
Mes stus Delfus ríchno fteró
na pezi to laguto
ki afu apospáso to chrismó,
s’ Anogianó tha po voskó,
st’ Άgiu Máma ti giortí,
to mistikó etuto.
‘Opios mikrós agkáliase
thísano sinnefáki,
krifí pligí tha kuvalá,
anipótachto geráki.
|