Να τος σαν αριστοκράτης
μα είναι ζόρικος, ζόρικος πελάτης
στο τραπέζι σαν καθίσει
που ‘ναι ο μπόσης θα ρωτήσει,
που είν’ ο μπόσης θα ρωτήσει
στο τραπέζι σαν καθίσει.
Την πουράκλα του στραβώνει
όταν βλέπει, βλέπει το γκαρσόνι
κάτι σου ‘πα, κάτι μου’ πες
πάλι τα, πάλι τα καν’ από κούπες
πάλι τα καν’ από κούπες κάτι σου,
κάτι σου ‘πα, κάτι μου’ πες.
Άρχισε να ξεσπαθώνει
με τη μουσική,
με τη μουσική μαλώνει
βρε το φουκαρά τι κρίμα
του τελείωσε το χρήμα,
του τελείωσε το χρήμα
και κατάληξε στο τμήμα
|
Na tos san aristokrátis
ma ine zórikos, zórikos pelátis
sto trapézi san kathísi
pu ‘ne o bósis tha rotísi,
pu in’ o bósis tha rotísi
sto trapézi san kathísi.
Tin purákla tu stravóni
ótan vlépi, vlépi to gkarsóni
káti su ‘pa, káti mu’ pes
páli ta, páli ta kan’ apó kupes
páli ta kan’ apó kupes káti su,
káti su ‘pa, káti mu’ pes.
Άrchise na ksespathóni
me ti musikí,
me ti musikí malóni
vre to fukará ti kríma
tu teliose to chríma,
tu teliose to chríma
ke katálikse sto tmíma
|