Σούρας είμαι και χαρμάνης
είμ’ ο Γιάννης του Ψυρρή,
δέκα χρόνια δικασμένος
στου Συγγρού τη φυλακή.
Κι εγώ είμαι ο Βαγγέλης
και μ’ αυτό τι θες να πεις,
μες στη Σύρα, στο Βροντάδο
σκότωσα ένα, δυο, τρεις.
Βλάμης είσαι ρε Βαγγέλη
και γι’ αυτά μη συζητάς,
ούτε καν σε λογαριάζω
και αν είσαι εσύ φονιάς.
Και μ’ αυτά τι θες ρε Γιάννη
μήπως θες να `ξηγηθείς,
αν τολμήσεις και απλώσεις
στη στιγμή θε’ να χαθείς.
Και τραβάνε τα μαχαίρια
και χτυπιόνται στα γερά
και ο Γιάννης ξεμπερδεύει
το Βαγγέλη το φονια.
Κι έτσι ο Γιάννης ησυχάζει
από τούτον το μπελιά,
ξανατρώει δέκα χρόνια
στη στρατώνα την παλιά.
|
Suras ime ke charmánis
im’ o Giánnis tu Psirrí,
déka chrónia dikasménos
stu Singru ti filakí.
Ki egó ime o Oangélis
ke m’ aftó ti thes na pis,
mes sti Síra, sto Orontádo
skótosa éna, dio, tris.
Olámis ise re Oangéli
ke gi’ aftá mi sizitás,
ute kan se logariázo
ke an ise esí foniás.
Ke m’ aftá ti thes re Giánni
mípos thes na `ksigithis,
an tolmísis ke aplósis
sti stigmí the’ na chathis.
Ke traváne ta macheria
ke chtipiónte sta gerá
ke o Giánnis kseberdevi
to Oangéli to fonia.
Ki étsi o Giánnis isicházi
apó tuton to beliá,
ksanatrói déka chrónia
sti stratóna tin paliá.
|