Έχουν ανάψει πυρκαγιές
και φούντωσαν τα δάση
απ’ τη δική μου τη φωτιά
που μου ‘χει κάψει την καρδιά,
στον κόσμο αυτόν δε βρέθηκε
φωτιά για να τη φτάσει.
Έχουν ανάψει πυρκαγιές
και μ’ έχουν ζώσει οι φωτιές.
Φλόγες ξεχύθηκαν πολλές,
τον ουρανό σκεπάζουν,
τα χείλη έχουν μαραθεί
κι έχω βαθιά μου πληγωθεί,
τα μάτια μου βουρκώνουνε
και δάκρυα αργοστάζουν.
Έχουν ανάψει πυρκαγιές
και μ’ έχουν ζώσει οι φωτιές.
Έχουν ανάψει πυρκαγιές
και οι καπνοί ανεβαίνουν,
σε πήρε η μοίρα μακριά
και με βαραίνει η μοναξιά,
τα μάτια μου σε χάσανε
μα πάντα περιμένουν.
Έχουν ανάψει πυρκαγιές
και μ’ έχουν ζώσει οι φωτιές.
|
Έchun anápsi pirkagiés
ke funtosan ta dási
ap’ ti dikí mu ti fotiá
pu mu ‘chi kápsi tin kardiá,
ston kósmo aftón de vréthike
fotiá gia na ti ftási.
Έchun anápsi pirkagiés
ke m’ échun zósi i fotiés.
Flóges ksechíthikan pollés,
ton uranó skepázun,
ta chili échun marathi
ki écho vathiá mu pligothi,
ta mátia mu vurkónune
ke dákria argostázun.
Έchun anápsi pirkagiés
ke m’ échun zósi i fotiés.
Έchun anápsi pirkagiés
ke i kapni anevenun,
se píre i mira makriá
ke me vareni i monaksiá,
ta mátia mu se chásane
ma pánta periménun.
Έchun anápsi pirkagiés
ke m’ échun zósi i fotiés.
|