Ξυπνά καρδιά μου, ξύπνησε
δειλή και χαϊδεμένη
το πανηγύρι άρχισε
και δε μας περιμένει
ξύπνα να δεις τους άρχοντες
πώς γίνονται κουρέλια
και τις στιγμές τις όμορφες
σαν χέλια πως γλιστράν
Να δεις τους νυχτοκάβουρες
πώς καίνε και παγώνουν
και τα αηδονάκια της βροχής
τη λάσπη πώς ζυμώνουν
Ξύπνα να δεις καμάρι μου
τους τρεις ανθούς του κρόκου
του τελευταίου τη σιγή
του πρώτου την κραυγή
Να δεις τα γένια του Ομάρ
να στάζουνε ρουμπίνια
και τους αλύτρωτους καημούς
να πέφτουν σε καμίνια
Ξύπνα, τις πύλες άνοιξε
να μπουν οι κουρασμένοι
να μπω κι εγώ που μ’ έπιασε
η δίψα για ζωή
|
Ksipná kardiá mu, ksípnise
dilí ke chaideméni
to panigiri árchise
ke de mas periméni
ksípna na dis tus árchontes
pós ginonte kurélia
ke tis stigmés tis ómorfes
san chélia pos glistrán
Na dis tus nichtokávures
pós kene ke pagónun
ke ta aidonákia tis vrochís
ti láspi pós zimónun
Ksípna na dis kamári mu
tus tris anthus tu króku
tu telefteu ti sigí
tu prótu tin kravgí
Na dis ta génia tu Omár
na stázune rubínia
ke tus alítrotus kaimus
na péftun se kamínia
Ksípna, tis píles ánikse
na bun i kurasméni
na bo ki egó pu m’ épiase
i dípsa gia zoí
|