Οι χάντρες του Θεού μετρούν το χρόνο
σε πόλη ανοχύρωτη νυχτώνω.
Η κάμερα γυρίζει κι όλοι παίζουν,
τ’ αστέρια από ψηλά μας περιπαίζουν.
Με κάτι αλλοπαρμένους τραγουδώ
σαν βρέφος τη ζωή να ξαναδώ.
Οι έρωτες πεθαίνουν από πλήξη
προσμένουν στην Αυλίδα να φυσήξει.
Φθινόπωρο γυρίζω στην Αθήνα,
με μια χιλιοβρεγμένη καμπαρτίνα.
Στο γήπεδο στο μπαρ στο σινεμά,
δε μένει πια εδώ η Χαλιμά.
Οι τροβαδούροι στήσαν αρχηγείο
μες στο λαμπρό του έρωτα σφαγείο.
Γλιστρώ ξανά στο σκοτεινό τους κύμα,
τα όρτσα τους μαθαίνω και τα πρίμα.
Μη ρίχνεις στο μαράζι την καρδιά,
στο δρόμο ξεφαντώνουν τα παιδιά.
|
I chántres tu Theu metrun to chróno
se póli anochíroti nichtóno.
I kámera girízi ki óli pezun,
t’ astéria apó psilá mas peripezun.
Me káti alloparménus tragudó
san vréfos ti zoí na ksanadó.
I érotes pethenun apó plíksi
prosménun stin Avlída na fisíksi.
Fthinóporo girízo stin Athína,
me mia chiliovregméni kabartína.
Sto gípedo sto bar sto sinemá,
de méni pia edó i Chalimá.
I trovaduri stísan archigio
mes sto labró tu érota sfagio.
Glistró ksaná sto skotinó tus kíma,
ta órtsa tus matheno ke ta príma.
Mi ríchnis sto marázi tin kardiá,
sto drómo ksefantónun ta pediá.
|