Όλα σωπαίνουνε κι όλα πληθαίνουν
βαθιά στη νύχτα μου μοίρα σκληρή
τα μάτια έχουνε τα χείλη φέρουν
το στήθος χτίστηκε για ν’ απορεί.
Και πάρε ώρα μου πάρε φωνή μου
πάρε απ’ το στήθος μου πια τη φωτιά
αν είν’ τα χέρια μου που με ξεχνάνε
τα μάτια χτίζουνε νέα καρδιά.
Γιατί κι ο πόνος μας είναι μια νίκη
σ’ αυτήν την άθλια ρήξη του κόσμου,
νίκη τα μάτια μας, νίκη η μέρα,
νίκη του ρόδου σου στήθος στη φρίκη.
|
Όla sopenune ki óla plithenun
vathiá sti níchta mu mira sklirí
ta mátia échune ta chili férun
to stíthos chtístike gia n’ apori.
Ke páre óra mu páre foní mu
páre ap’ to stíthos mu pia ti fotiá
an in’ ta chéria mu pu me ksechnáne
ta mátia chtízune néa kardiá.
Giatí ki o pónos mas ine mia níki
s’ aftín tin áthlia ríksi tu kósmu,
níki ta mátia mas, níki i méra,
níki tu ródu su stíthos sti fríki.
|