Από βαρύ ζεϊμπέκικο μέχρι σκληρό ροκάκι
θα πάμε να χορέψουμε, φτάνει να ’χεις μεράκι.
Όλα θα τα γυρίσουμε στην Κρήνη, στο Βαρδάρη,
φτάνει να θέλεις, κούκλα μου, φτάνει να σου γουστάρει.
Δε θέλω να ’μαι ο ένας σου, μα ο ένας απ’ τους δέκα,
όχι απ’ αυτούς που σέρνουνε να δούνε μια γυναίκα,
μα απ’ αυτούς που καρτερούν και ψάχνουν ευκαιρία
να σε πετύχουν μόνη σου και σε αδυναμία.
Θέλω να πίνεις, να γελάς, θέλω να μη σε νοιάζει,
κι όταν στο κέφι σου θα ’ρθεις, μωρό μου, να τα βγάζεις
τα κόκκινα γοβάκια σου και τις λεπτές σου κάλτσες,
τη φούστα και τη μπλούζα σου και να τρελαίνεις μάγκες.
|
Apó varí zeibékiko méchri skliró rokáki
tha páme na chorépsume, ftáni na ’chis meráki.
Όla tha ta girísume stin Kríni, sto Oardári,
ftáni na thélis, kukla mu, ftáni na su gustári.
De thélo na ’me o énas su, ma o énas ap’ tus déka,
óchi ap’ aftus pu sérnune na dune mia gineka,
ma ap’ aftus pu karterun ke psáchnun efkería
na se petíchun móni su ke se adinamía.
Thélo na pínis, na gelás, thélo na mi se niázi,
ki ótan sto kéfi su tha ’rthis, moró mu, na ta vgázis
ta kókkina govákia su ke tis leptés su káltses,
ti fusta ke ti bluza su ke na trelenis mágkes.
|