Στης Σάμος τα περίχωρα
σ’ ένα χωριό στον Κέρκη
μια νύχτα τα αποσπάσματα
ανοίξανε τουφέκι.
Μια νύχτα τα αποσπάσματα
ανοίξανε, αχ, τουφέκι.
Οι σφαίρες πέφτανε βροχή
δεκάδες, δωδεκάδες
να πιάσουνε τους ξακουστούς
και τρομερούς Γιαγιάδες.
Να πιάσουνε τους ξακουστούς
και τρομερούς Γιαγιάδες.
Κείνο το βράδυ σκότωσαν
το Γιώργο απ’ τους Γιαγιάδες
αλλά κι απ’ τα αποσπάσματα
κλάψαν πολλές μανάδες.
Αλλά κι απ’ τα αποσπάσματα
κλάψαν πολλές, αχ, μανάδες.
|
Stis Sámos ta períchora
s’ éna chorió ston Kérki
mia níchta ta apospásmata
aniksane tuféki.
Mia níchta ta apospásmata
aniksane, ach, tuféki.
I sferes péftane vrochí
dekádes, dodekádes
na piásune tus ksakustus
ke tromerus Giagiádes.
Na piásune tus ksakustus
ke tromerus Giagiádes.
Kino to vrádi skótosan
to Giórgo ap’ tus Giagiádes
allá ki ap’ ta apospásmata
klápsan pollés manádes.
Allá ki ap’ ta apospásmata
klápsan pollés, ach, manádes.
|