Την ερημιά του τόπου μου
ποιος θα τη σεβαστεί;
Ποιος θα του κόψει του ληστή
τ’ αρπαχτικό του χέρι;
Μνήμες ταράζουνε ψυχές,
γεράκια τη σιωπή,
τροχοί που ακονίζουνε
της νύχτας το μαχαίρι.
Παλιές πληγές που ρίζωσαν
στο ράγισμα του δρόμου,
καινούριους αναστεναγμούς
στην άσφαλτο αντηχούνε.
Κομμάτια είναι τα λόγια μας
σπασμένου τηλεφώνου
κι εγώ μια καθαρή γραμμή
ζητώ για να τα πούμε.
Τη θάλασσα που μου `ταξες
την καταπίνουν ψάρια
πώς να φυτέψω ουρανούς
μες στο στεγνό βυθό σου.
Στην πλάτη σου χορεύουνε
ανήμερα λιοντάρια
κι εγώ έχω πάψει από καιρό
να `μαι το φάρμακό σου.
Την ερημιά του τόπου μου
ποιος θα τη σεβαστεί;
Ποιος θα δικάσει τον ληστή
και ποιος θα ξεγεννήσει
το φως που κρύβω μέσα μου
προτού κι αυτό να σβήσει.
Σαν μια περήφανη ψυχή
να βγει να περπατήσει.
|
Tin erimiá tu tópu mu
pios tha ti sevasti;
Pios tha tu kópsi tu listí
t’ arpachtikó tu chéri;
Mnímes tarázune psichés,
gerákia ti siopí,
trochi pu akonízune
tis níchtas to macheri.
Paliés pligés pu rízosan
sto rágisma tu drómu,
kenurius anastenagmus
stin ásfalto antichune.
Kommátia ine ta lógia mas
spasménu tilefónu
ki egó mia katharí grammí
zitó gia na ta pume.
Ti thálassa pu mu `takses
tin katapínun psária
pós na fitépso uranus
mes sto stegnó vithó su.
Stin pláti su chorevune
anímera liontária
ki egó écho pápsi apó keró
na `me to fármakó su.
Tin erimiá tu tópu mu
pios tha ti sevasti;
Pios tha dikási ton listí
ke pios tha ksegennísi
to fos pu krívo mésa mu
protu ki aftó na svísi.
San mia perífani psichí
na vgi na perpatísi.
|