Θυμάμαι ένα σπίτι δίχως στέγη και τοίχους
γεμάτο αίμα, γεμάτο πόθους νικημένους αστείους
Θυμάμαι ένα σπίτι που ράγιζε από αγάπη
όταν μέσα του ούρλιαζαν δολοφόνοι παλιάτσοι
Θυμάμαι ένα σπίτι που γιάτρευε την θλίψη μου
στη στοιχειωμένη του σιωπή
μα δε θυμάμαι, δε θυμάμαι
αν πέρασα ποτέ μου από `κει
Δε θυμάμαι, δε θυμάμαι
αν έζησα ποτέ μου μέσα εκεί
Θυμάμαι ένα σπίτι με βγαλμένες τις πόρτες
που σύχναζαν μέσα του οι ανίκανες ώρες
Ένα σπίτι μεθυσμένο απ’ τα χνώτα της νύχτας
να ζητάει στο σκοτάδι τη σκιά της αλήθειας
Θυμάμαι ένα σπίτι που γιάτρευε την θλίψη μου
στη στοιχειωμένη του σιωπή
μα δε θυμάμαι, δε θυμάμαι
αν πέρασα ποτέ μου από `κει
Δε θυμάμαι, δε θυμάμαι
αν έζησα ποτέ μου μέσα εκεί
|
Thimáme éna spíti díchos stégi ke tichus
gemáto ema, gemáto póthus nikiménus astius
Thimáme éna spíti pu rágize apó agápi
ótan mésa tu urliazan dolofóni paliátsi
Thimáme éna spíti pu giátreve tin thlípsi mu
sti stichioméni tu siopí
ma de thimáme, de thimáme
an pérasa poté mu apó `ki
De thimáme, de thimáme
an ézisa poté mu mésa eki
Thimáme éna spíti me vgalménes tis pórtes
pu síchnazan mésa tu i aníkanes óres
Έna spíti methisméno ap’ ta chnóta tis níchtas
na zitái sto skotádi ti skiá tis alíthias
Thimáme éna spíti pu giátreve tin thlípsi mu
sti stichioméni tu siopí
ma de thimáme, de thimáme
an pérasa poté mu apó `ki
De thimáme, de thimáme
an ézisa poté mu mésa eki
|