Είμαστε τα βλαμάκια εμείς
είμαστε οι μπεκρήδες,
όλο με γλέντι τη ζωή
περνούν οι μερακλήδες.
Ούζο κρασί ρουφάμε εμείς
νταμίρα και μαυράκι,
έτσι περνούμε μια χαρά
και σπάζουμε κεφάκι.
Αααα, ααα,
γεια σου μικροπαντρεμένη.
Αααα, ααα,
γκόμενά μου ζηλεμένη.
Μες στην ταβέρνα ως το πρωί
ρουφούμε το κρασάκι
κι έτσι ξεχνούμε τους καημούς,
τα ντέρτια, το μεράκι.
Βρε ταβερνιάρη φέρε μας
κρασί για να το πιούμε,
γιατί μ’ αυτά τ’ αδέρφια μας
όλα τα λησμονούμε.
Αααα, ααα,
γεια σου μικροπαντρεμένη.
Αααα, ααα,
γκόμενά μου ζηλεμένη.
|
Imaste ta vlamákia emis
imaste i bekrídes,
ólo me glénti ti zoí
pernun i meraklídes.
Oízo krasí rufáme emis
ntamíra ke mavráki,
étsi pernume mia chará
ke spázume kefáki.
Aaaa, aaa,
gia su mikropantreméni.
Aaaa, aaa,
gkómená mu zileméni.
Mes stin tavérna os to pri
rufume to krasáki
ki étsi ksechnume tus kaimus,
ta ntértia, to meráki.
Ore taverniári fére mas
krasí gia na to piume,
giatí m’ aftá t’ adérfia mas
óla ta lismonume.
Aaaa, aaa,
gia su mikropantreméni.
Aaaa, aaa,
gkómená mu zileméni.
|