Μια φορά, μες στων ανθρώπων τη βοή,
γνώρισα μια στιλπνή γυναίκα με διπλούς καημούς.
Πληγωμένη σε καιρούς σιββυλικούς,
ζητούσε μι’ αγκαλιά να μη φοβάται τους χρησμούς.
Της εδόθηκα με όρκους ιερούς
κι αυτή με είχε κάνει το δικό της γητευτή.
Με κοιτούσε μελαγχολικά και μου `λεγε
“Η τελευταία μου ευκαιρία είν’ αυτή”.
Μα ο άλλος μου εαυτός, ο πιο σωστός,
με εκδικήθηκε για τα τερτίπια τα παλιά.
Με συνείδηση και μνήμη χαλαρή,
χυδαία την απάτησα με μιαν εξωτικιά.
Δε με κοίταξε ποτέ απ’ τη στιγμή αυτή
και ούτε ρώτησε τα άλλα, τα γνωστά.
Χάθηκε από παντού και ξαφνικά,
μαζί με τ’ όνομά της που ‘λεγε συλλαβιστά.
Κι από τότε έχω χάσει την αφή˙
γι’ αυτό δε νιώθω πια καμιάς γυναίκας τους παλμούς.
Ώρες κάνω με τη λύπη συντροφιά
και θέλω μοναχά να βλέπω τρένα στους σταθμούς.
|
Mia forá, mes ston anthrópon ti voí,
gnórisa mia stilpní gineka me diplus kaimus.
Pligoméni se kerus sivvilikus,
zituse mi’ agkaliá na mi fováte tus chrismus.
Tis edóthika me órkus ierus
ki aftí me iche káni to dikó tis giteftí.
Me kituse melagcholiká ke mu `lege
“I teleftea mu efkería in’ aftí”.
Ma o állos mu eaftós, o pio sostós,
me ekdikíthike gia ta tertípia ta paliá.
Me sinidisi ke mními chalarí,
chidea tin apátisa me mian eksotikiá.
De me kitakse poté ap’ ti stigmí aftí
ke ute rótise ta álla, ta gnostá.
Cháthike apó pantu ke ksafniká,
mazí me t’ ónomá tis pu ‘lege sillavistá.
Ki apó tóte écho chási tin afí˙
gi’ aftó de niótho pia kamiás ginekas tus palmus.
Ώres káno me ti lípi sintrofiá
ke thélo monachá na vlépo tréna stus stathmus.
|