Άσπρο μαντήλι ανέμιζε
κι από χαρά πετούσε
Τη μοναξιά της γκρέμιζε
την αύρα της σκορπούσε
Ανέβαινε ψηλά βουνά
κι άνθιζε στην κορφή τους
Κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού
τη θέλανε δική τους
Πού χάθηκε, πού πέταξε
πού κίνησε, πού πήγε;
Όσους γνωστούς κι αν ρώτησα
κανένας δεν την είδε
Τόσο βαθιά με πλήγωσες
φως μου στο πέρασμά σου
που νιώθω ακόμα στην ψυχή
το κάθε άγγιγμά σου
Έβλεπε όνειρα συχνά
που την τρομάζαν θεέ μου
πως ήταν λέει γιασεμί
στη μέση ενός πολέμου
Μια νύχτα που χαμήλωσαν
τα σύννεφα του κόσμου
έγινε άστρο της αυγής
και στεναγμός δικός μου
|
Άspro mantíli anémize
ki apó chará petuse
Ti monaksiá tis gkrémize
tin avra tis skorpuse
Anévene psilá vuná
ki ánthize stin korfí tus
Ki óla t’ astéria t’ uranu
ti thélane dikí tus
Pu cháthike, pu pétakse
pu kínise, pu píge;
Όsus gnostus ki an rótisa
kanénas den tin ide
Tóso vathiá me plígoses
fos mu sto pérasmá su
pu niótho akóma stin psichí
to káthe ángigmá su
Έvlepe ónira sichná
pu tin tromázan theé mu
pos ítan léi giasemí
sti mési enós polému
Mia níchta pu chamílosan
ta sínnefa tu kósmu
égine ástro tis avgís
ke stenagmós dikós mu
|