Τσιγγάνα που εχόρευες ξυπόλητη στην άμμο
που πέταξες το τριαντάφυλλο αυτό
που κράταγες σφιχτά στα δυο γλυκά σου χείλη
και έγινε μαχαίρι κοφτερό.
Ξοπίσω σέρνεις εραστές δεμένους μ’ αλυσίδες
που βλαστημούν την ώρα την στιγμή
που μαγεμένοι κόλλησαν σαν μαύρες πεταλίδες
μια νύχτα στο γυμνό σου το κορμί.
Τσιγγάνα που εχόρευες ξυπόλητη στην άμμο
κρατάς τώρα στα χέρια σου τα δυο,
τον βούρδουλα στ’ αριστερό να δέρνεις τον αγέρα
και στο δεξί σπαθί σαρακηνό.
|
Tsingána pu echóreves ksipóliti stin ámmo
pu pétakses to triantáfillo aftó
pu krátages sfichtá sta dio gliká su chili
ke égine macheri kofteró.
Ksopíso sérnis erastés deménus m’ alisídes
pu vlastimun tin óra tin stigmí
pu mageméni kóllisan san mavres petalídes
mia níchta sto gimnó su to kormí.
Tsingána pu echóreves ksipóliti stin ámmo
kratás tóra sta chéria su ta dio,
ton vurdula st’ aristeró na dérnis ton agéra
ke sto deksí spathí sarakinó.
|