Χέι, θα σου `ρθω απ’ την Ανατολή
να ξαναπούμε τα παλιά
χέι, με της συγγνώμης το φιλί
Πάσχα να κάνουμ’ αγκαλιά.
Εσύ κιθάρα εγώ χορδή
και μόν’ η νύχτα θα μας δει.
Χοβεβέι, χοβεβέι
έλα απόψε στην αυλή μου
έρημος είν’ η ζωή μου η μοναχή.
Χοβεβέι, χοβεβέι
στη σιωπή τα δυο μας χείλη
ν’ ανταμώσουν σαν δυο φίλοι, δυο αδερφοί.
Χέι, σκοτείνιασεν ο ουρανός
βάλε στωσίδια και φωτιά
χέι, είναι μεγάλος ο Θεός
μα πιο μεγάλη είν’ η καρδιά.
Ξέρω παράδεισους, που λες
που δεν τους γράφουν οι Γραφές.
|
Chéi, tha su `rtho ap’ tin Anatolí
na ksanapume ta paliá
chéi, me tis singnómis to filí
Páscha na kánum’ agkaliá.
Esí kithára egó chordí
ke món’ i níchta tha mas di.
Chovevéi, chovevéi
éla apópse stin avlí mu
érimos in’ i zoí mu i monachí.
Chovevéi, chovevéi
sti siopí ta dio mas chili
n’ antamósun san dio fíli, dio aderfi.
Chéi, skotiniasen o uranós
vále stosídia ke fotiá
chéi, ine megálos o Theós
ma pio megáli in’ i kardiá.
Kséro parádisus, pu les
pu den tus gráfun i Grafés.
|