Αϊτέ καθώς φτερούγιζες
μου πλάνεψες τη σκέψη
σε μέρη κακοτράχαλα
για πάντα έχει μισέψει.
Δε με φοβίζουν, αϊτέ
τα χιόνια και οι πάγοι
μόνο του κόσμου η αποκοτιά, χρυσέ μου αϊτέ
φαρμάκι σαν σταλάζει.
Στο πέταγμά σου, αϊτέ
βρίσκω ισορροπία
παίρνω απ’ την περηφάνια σου
και την ελευθερία.
Μα σαν κοιτάζω, αϊτέ
το κόσμο λίγο κάτω
νιώθω ένα βέλος στην καρδιά, χρυσέ μου αϊτέ
με πόνο αργού θανάτου.
Κάνε μου αετόπουλο
κοντά σου να πετάω,
χίλιες φορές μαζί να ζω, χρυσέ μου αϊτέ,
χίλιες να ξεψυχάω.
|
Aité kathós fterugizes
mu plánepses ti sképsi
se méri kakotráchala
gia pánta échi misépsi.
De me fovízun, aité
ta chiónia ke i pági
móno tu kósmu i apokotiá, chrisé mu aité
farmáki san stalázi.
Sto pétagmá su, aité
vrísko isorropía
perno ap’ tin perifánia su
ke tin elefthería.
Ma san kitázo, aité
to kósmo lígo káto
niótho éna vélos stin kardiá, chrisé mu aité
me póno argu thanátu.
Káne mu aetópulo
kontá su na petáo,
chílies forés mazí na zo, chrisé mu aité,
chílies na ksepsicháo.
|