Το κουρασμένο μου κορμί
το φάγανε πια οι καημοί,
απ’ της ζωής τα βάσανα
ποτέ μου δεν- ποτέ μου δεν ανάσανα.
Ε, ρε ζωή, ε, ρε ζωή σερέτισσα,
δουλειά που δεν- δουλειά που δε σε γλέντησα.
Οι πίκρες πια με λιώσανε
και μ’ αποτελειώσανε,
χαθήκαν οι ελπίδες μου
και μείναν οι- και μείναν οι ρυτίδες μου.
Ε, ρε ζωή, ε, ρε ζωή σερέτισσα,
δουλειά που δεν- δουλειά που δε σε γλέντησα.
Τα νιάτα δεν τα χάρηκα,
πήγαν στο βρόντο κι άδικα,
φαρμάκια ήπια και χολές
και πέθανα- και πέθανα χίλιες φορές.
Ε, ρε ζωή, ε, ρε ζωή σερέτισσα,
δουλειά που δεν- δουλειά που δε σε γλέντησα.
|
To kurasméno mu kormí
to fágane pia i kaimi,
ap’ tis zoís ta vásana
poté mu den- poté mu den anásana.
E, re zoí, e, re zoí serétissa,
duliá pu den- duliá pu de se gléntisa.
I píkres pia me liósane
ke m’ apoteliósane,
chathíkan i elpídes mu
ke minan i- ke minan i ritídes mu.
E, re zoí, e, re zoí serétissa,
duliá pu den- duliá pu de se gléntisa.
Ta niáta den ta chárika,
pígan sto vrónto ki ádika,
farmákia ípia ke cholés
ke péthana- ke péthana chílies forés.
E, re zoí, e, re zoí serétissa,
duliá pu den- duliá pu de se gléntisa.
|