Με κοιτάτε σιωπηλά ν’ αργοπεθαίνω
και γυρεύετε να μάθετε, το ξέρω,
τι μου γκρέμισε και γη και ουρανό
μα εξήγηση καμία δε χρωστώ.
Σήμερα που χάνω μια ζωή
θα σεργιανίσω τον καημό μες στο γυαλί
κι αν με βρουν κομμάτια το πρωί,
δικαίωμά μου.
Σήμερα στου πόνου τα σκαλιά
κανείς δε θέλω να μου κάνει συντροφιά,
μόνος μου θα βρω παρηγοριά,
δικαίωμά μου.
Με κοιτάτε, με τα μάτια με ρωτάτε
και παρέα να μου κάνετε ζητάτε.
Μα τι βγαίνει κι αν μου πείτε “υπομονή”;
Μια κουβέντα να με σώσει δεν αρκεί.
|
Me kitáte siopilá n’ argopetheno
ke girevete na máthete, to kséro,
ti mu gkrémise ke gi ke uranó
ma eksígisi kamía de chrostó.
Símera pu cháno mia zoí
tha sergianíso ton kaimó mes sto gialí
ki an me vrun kommátia to pri,
dikeomá mu.
Símera stu pónu ta skaliá
kanis de thélo na mu káni sintrofiá,
mónos mu tha vro parigoriá,
dikeomá mu.
Me kitáte, me ta mátia me rotáte
ke paréa na mu kánete zitáte.
Ma ti vgeni ki an mu pite “ipomoní”;
Mia kuvénta na me sósi den arki.
|