Ένας ζητιάνος στα χρυσά και στην πορφύρα του
εκλιπαρεί για λίγο μπλε και νοσταλγία.
Μοιράζει αρώματα και φώτα από τη μοίρα του
και στους ναούς σε ανακήρυξε αγία.
Με την Ελλάδα στο κεφάλι σαν αιμάτωμα
και κρεμασμένοι τόσα χρόνια στον αέρα
παραμιλάμε αυτά που γράψανε στο πάτωμα
όσοι καρφώθηκαν στον τοίχο με μια σφαίρα.
Κάποτε θα `ρθει άλλος καιρός. Θα `ρθει ένας άγγελος.
Θα `σαι ντυμένη μουσικές κι όλο θα φεύγεις.
Ένα μαστίγιο θα κρατάς, ίδιος αρχάγγελος,
αφού σ’ αρέσει διαρκώς να μ’ αρρωσταίνεις.
Με την Ελλάδα στο κεφάλι σαν αιμάτωμα
σε μια βιτρίνα μ’ ένα στέμμα από διαμάντια.
Βιογραφία μας γραμμένη σ’ ένα πάτωμα.
Στα χειρουργεία την αγγίζουν μ’ άσπρα γάντια.
|
Έnas zitiános sta chrisá ke stin porfíra tu
eklipari gia lígo ble ke nostalgia.
Mirázi arómata ke fóta apó ti mira tu
ke stus naus se anakírikse agia.
Me tin Elláda sto kefáli san emátoma
ke kremasméni tósa chrónia ston aéra
paramiláme aftá pu grápsane sto pátoma
ósi karfóthikan ston ticho me mia sfera.
Kápote tha `rthi állos kerós. Tha `rthi énas ángelos.
Tha `se ntiméni musikés ki ólo tha fevgis.
Έna mastígio tha kratás, ídios archángelos,
afu s’ arési diarkós na m’ arrostenis.
Me tin Elláda sto kefáli san emátoma
se mia vitrína m’ éna stémma apó diamántia.
Iografía mas gramméni s’ éna pátoma.
Sta chirurgia tin angizun m’ áspra gántia.
|