Έχω, τον κόσμο, βαρεθεί
κι απ’ τη ζωή, φαρμακωθεί
κι αυτή, τη δόλια μου καρδιά,
την παίδεψα πολύ σκληρά
και θέλω να πεθάνω,
και θέλω να πεθάνω.
Κι αυτή τη μάνα, τη φτωχή,
που με κοιτούσε με στοργή,
γιατί ήμουν η ψυχή της,
αντί να δώσω για να πιει
λίγο νερό, να δροσιστεί,
την πότισα τα πιο πικρά
φαρμάκια στη ζωή της.
Έχω, τον κόσμο, βαρεθεί
κι απ’ τη ζωή, φαρμακωθεί
κι αυτή, τη δόλια μου καρδιά,
την παίδεψα πολύ σκληρά
και θέλω να πεθάνω,
και θέλω να πεθάνω.
|
Έcho, ton kósmo, varethi
ki ap’ ti zoí, farmakothi
ki aftí, ti dólia mu kardiá,
tin pedepsa polí sklirá
ke thélo na petháno,
ke thélo na petháno.
Ki aftí ti mána, ti ftochí,
pu me kituse me storgí,
giatí ímun i psichí tis,
antí na dóso gia na pii
lígo neró, na drosisti,
tin pótisa ta pio pikrá
farmákia sti zoí tis.
Έcho, ton kósmo, varethi
ki ap’ ti zoí, farmakothi
ki aftí, ti dólia mu kardiá,
tin pedepsa polí sklirá
ke thélo na petháno,
ke thélo na petháno.
|