Πάλι με χαράματα, πάλι με χαράματα,
μεθυσμένος, έρχομαι την αυγή στο σπίτι,
μια αγάπη έχασα, όμως δεν την ξέχασα,
ο καημός της μ’ έκανε άσωτο κι αλήτη,
πάλι με χαράματα, έρχομαι στο σπίτι.
Η αυγούλα ρόδισε, η αυγούλα ρόδισε,
έναν έρωτα ποθώ κι έχω γίνει θύμα,
μ’ έχει πνίξει ο πόνος μου και τα πίνω μόνος μου
κι έρχομαι τρικλίζοντας, με βαρύ το βήμα,
μιας αγάπης άτυχης είμαι, τώρα, θύμα.
Πάλι με χαράματα, πάλι με χαράματα,
τοίχο – τοίχο προσπαθώ να ξαναγυρίσω,
στην καρδιά πληγώθηκα και αναστατώθηκα,
την φωτιά που μ’ άναψες τώρα, πώς θα σβήσω,
πάλι με χαράματα, σπίτι θα γυρίσω.
|
Páli me charámata, páli me charámata,
methisménos, érchome tin avgí sto spíti,
mia agápi échasa, ómos den tin kséchasa,
o kaimós tis m’ ékane ásoto ki alíti,
páli me charámata, érchome sto spíti.
I avgula ródise, i avgula ródise,
énan érota pothó ki écho gini thíma,
m’ échi pníksi o pónos mu ke ta píno mónos mu
ki érchome triklízontas, me varí to víma,
mias agápis átichis ime, tóra, thíma.
Páli me charámata, páli me charámata,
ticho – ticho prospathó na ksanagiríso,
stin kardiá pligóthika ke anastatóthika,
tin fotiá pu m’ ánapses tóra, pós tha svíso,
páli me charámata, spíti tha giríso.
|