Εσύ με έκανες με γκρίζα τα μαλλιά,
με γέμισες ρυτίδες
και τώρα έφυγες και πήγες μακριά.
ποιος ξέρει πού να πήγες.
Στεναχωριέμαι, πονώ και δακρύζω,
χωρίς να θέλω, με πιάνει παράπονο
και σαν τρελός μες στους δρόμους γυρίζω
για τον δικό σου τον τρόπο, τον άπονο.
Εσύ με έκανες με γκρίζα τα μαλλιά
και μου ‘φερες τη λύπη,
ζωή με βάσανα, βάσανα πολλά,
καλύτερα να λείπει.
Στεναχωριέμαι, πονώ και δακρύζω,
χωρίς να θέλω, με πιάνει παράπονο
και σαν τρελός μες στους δρόμους γυρίζω
για τον δικό σου τον τρόπο, τον άπονο.
|
Esí me ékanes me gkríza ta malliá,
me gémises ritídes
ke tóra éfiges ke píges makriá.
pios kséri pu na píges.
Stenachoriéme, ponó ke dakrízo,
chorís na thélo, me piáni parápono
ke san trelós mes stus drómus girízo
gia ton dikó su ton trópo, ton ápono.
Esí me ékanes me gkríza ta malliá
ke mu ‘feres ti lípi,
zoí me vásana, vásana pollá,
kalítera na lipi.
Stenachoriéme, ponó ke dakrízo,
chorís na thélo, me piáni parápono
ke san trelós mes stus drómus girízo
gia ton dikó su ton trópo, ton ápono.
|