Στην πονεμένη ζωή που περνώ
ήρθ’ ένας πόνος πολύ πιο σκληρός,
σαν καταιγίδα, μ’ οργή, που ξεσπά,
να σε πληγώσει, φτωχή μου καρδιά.
Πόνος, πόνος, πόνος,
πόνος είν’ αυτός,
της καρδιάς ο πόνος,
ο πιο δυνατός.
Με πληγωμένα τα στήθια μου πια
και με καρδιά, απ’ αγάπη βαρειά,
ν’ αντέξω άλλο, για πέστε μου, πώς,
μ’ έχει πεθάνει ο πόνος αυτός.
Πόνος, πόνος, πόνος,
πόνος είν’ αυτός,
της καρδιάς ο πόνος,
ο πιο δυνατός.
|
Stin poneméni zoí pu pernó
írth’ énas pónos polí pio sklirós,
san kategida, m’ orgí, pu ksespá,
na se pligósi, ftochí mu kardiá.
Pónos, pónos, pónos,
pónos in’ aftós,
tis kardiás o pónos,
o pio dinatós.
Me pligoména ta stíthia mu pia
ke me kardiá, ap’ agápi variá,
n’ antékso állo, gia péste mu, pós,
m’ échi petháni o pónos aftós.
Pónos, pónos, pónos,
pónos in’ aftós,
tis kardiás o pónos,
o pio dinatós.
|