Θυμάσαι που με κοίταζες στα μάτια,
θυμάσαι που σε κοίταζα κι εγώ;
Και μοιάζαμε κι οι δυο μας σαν φεγγάρια
που το ’χαν σκάσει απ’ τον ουρανό.
Γινότανε καράβι το κορμί σου,
γινόμουν καπετάνιος σου κι εγώ.
Σου έλεγα “Αγάπη μου, αφήσου,
ταξίδι να σε πάω στ’ όνειρο.”
Θυμάσαι που σε φώναζα “Ζωή μου”;
“Καρδούλα μου” με φώναζες εσύ.
Και έκοβα και την αναπνοή μου
για να την έχουμε μισή μισή.
Κι ο πόθος σεργιανούσε στο σεντόνι,
τον έρωτα κρατούσε αγκαζέ.
Η αγάπη μας σαν έγχρωμη οθόνη
το έργο της ζωής μας έπαιζε.
Θυμάσαι που ορκιζόσουνα σε μένα
και στ’ όνομά μου έπινες νερό;
Μα τώρα που φιλάς δυο χείλη ξένα
ξεθώριασε και πάει τ’ όνειρο.
Μα όμως δεν μπορώ να σε μισήσω,
κι ας έκανες το έγκλημα αυτό.
Τις όμορφες στιγμές μας θα κρατήσω
για να ’χω ένα λόγο για να ζω.
|
Thimáse pu me kitazes sta mátia,
thimáse pu se kitaza ki egó;
Ke miázame ki i dio mas san fengária
pu to ’chan skási ap’ ton uranó.
Ginótane karávi to kormí su,
ginómun kapetánios su ki egó.
Su élega “Agápi mu, afísu,
taksídi na se páo st’ óniro.”
Thimáse pu se fónaza “Zoí mu”;
“Kardula mu” me fónazes esí.
Ke ékova ke tin anapnoí mu
gia na tin échume misí misí.
Ki o póthos sergianuse sto sentóni,
ton érota kratuse agkazé.
I agápi mas san égchromi othóni
to érgo tis zoís mas épeze.
Thimáse pu orkizósuna se ména
ke st’ ónomá mu épines neró;
Ma tóra pu filás dio chili kséna
ksethóriase ke pái t’ óniro.
Ma ómos den boró na se misíso,
ki as ékanes to égklima aftó.
Tis ómorfes stigmés mas tha kratíso
gia na ’cho éna lógo gia na zo.
|