Μια των ματιών σου αλμυρή σταγόνα που κυλάει
σαν μιας λαμπάδας φως στερνό που τρεμοπαίζει αργά
που μου φωτίζει τη στιγμή που τράβηξες μακριά μου
όπως πετάν του φθινοπώρου φύλλα στο βοριά.
Σαν έρθει η ώρα γράψε μου δυο λόγια να φυλάξω
όπως φυλάν οι ποιητές της μούσας τη μορφή
όπως φυλάει το στήθος μου τους χτύπους της καρδιάς μου
κι όπως φυλάει ο βουτηχτής την τελευταία πνοή.
Άργησε να `ρθει το πρωί και μόνος περιμένω
του Αυγερινού το κάλεσμα την πρωινή δροσιά
είναι κι αυτή η Κυριακή που πάντα αργοπεθαίνω
είναι κι αυτός ο πηγαιμός που πάντα καρτερώ.
|
Mia ton matión su almirí stagóna pu kilái
san mias labádas fos sternó pu tremopezi argá
pu mu fotízi ti stigmí pu trávikses makriá mu
ópos petán tu fthinopóru fílla sto voriá.
San érthi i óra grápse mu dio lógia na filákso
ópos filán i piités tis musas ti morfí
ópos filái to stíthos mu tus chtípus tis kardiás mu
ki ópos filái o vutichtís tin teleftea pnoí.
Άrgise na `rthi to pri ke mónos periméno
tu Avgerinu to kálesma tin priní drosiá
ine ki aftí i Kiriakí pu pánta argopetheno
ine ki aftós o pigemós pu pánta karteró.
|